- καταπονεῖν
- καταπονέωsubduepres inf act (attic epic doric)καταπονέωsubduepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταπονώ — έω, Α 1. κάνω κάποιον να κουραστεί εκ τών προτέρων («καταπονεῑν τὸ σωμάτιον», Αγαθιν.) 2. ταλαιπωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπονῶ «καταβάλλω, κουράζω, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek